ΑΣ ΚΟΙΤΑΧΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ...
ΜΗΠΩΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΛΑΘΟΣ;
Σε λίγο διάστημα θα πραγματοποιηθεί το 15ο συνέδριο της ΟΛΜΕ που θα αναδείξει το νέο δ.σ. της ομοσπονδίας για την επόμενη διετία. Ένα από τα μεγαλύτερα συνδικαλιστικά σωματεία της ελλάδας κάνει εκλογές τη στιγμή που οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τα πρώτα στάδια μιας εργασιακής απορρύθμισης, ικανής να σβήσει εντελώς όσα εργασιακά δικαιώματα υπήρχαν μέχρι τώρα. Μπροστά σ’ αυτή τη συγκυρία οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε κάπως τα πράγματα.
Ο συνδικαλισμός αποτελεί στους καιρούς μας μια έννοια με μάλλον αρνητικό περιεχόμενο. Όχι για τους σκοπούς του, σε θεωρητικό επίπεδο. Αλλά για τον τρόπο που λειτουργεί στην πράξη. Η συντριπτική πλειοψηφία των σωματείων ελέγχονται από τις κομματικές δυνάμεις που κυβερνούν τη χώρα εδώ και χρόνια. Διόλου τυχαίο δεν είναι αυτό. Το πολιτικό σύστημα αν θέλει (και θέλει!) να βρίσκεται σε μια ισορροπία θα πρέπει να έχει υπό έλεγχο τη μοναδική πηγή παραγωγής πλούτου, την εργασία. Και κατ’ επέκταση τα υποκείμενα αυτής, τους εργαζόμενους. Όχι τόσο ως προς τις νόρμες των εργασιακών σχέσεων, του τρόπου παραγωγής ή του τρόπου διανομής του παραγόμενου πλούτου. Αλλά κυρίως ως προς την διαχείριση της αντίδρασης τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, βρίσκεται και η σπουδή των κυβερνητικών κομμάτων για τον έλεγχο των συνδικαλιστικών σωματείων, τα οποία είναι και αυτά που διατηρούν το αποκλειστικό προνόμιο να χειρίζονται το κατεξοχήν αποσταθεροποιητικό εργαλείο της εργασίας, την απεργία. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, λοιπόν, έχοντας κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή του τόπου εδώ και δεκαετίες, δημιούργησαν μια σχετικά σταθερή (και πλειοψηφική) δεξαμενή ψηφοφόρων την οποία μετέφεραν και στα εργατικά συνδικάτα.
Είναι παράδοξο το γεγονός αυτοί που κυβερνούν να σε εκπροσωπούν και συνδικαλιστικά αλλά αυτή την παραδοξότητα φρόντισαν να τη στρογγυλέψουν με δύο κυρίως τρόπους. Αφενός, με το παιχνίδι του τεχνητού διαχωρισμού της πολιτικής τους. Αφετέρου, με την εγκαθίδρυση μιας ακραίας πελατειακής λειτουργίας και ενός βαθιά κομματικού κράτους που, σαν φαινόμενα, ήταν τόσο ισοπεδωτικά ώστε πείστηκαν πλέον οι πάντες ότι ο βασικός και αποτελεσματικότερος τρόπος να διεκδικήσεις κάτι είναι το ρουσφέτι, οι γνωριμίες και οι προσωπικές σχέσεις. Είναι νομίζουμε φανερός, πλέον, ο λόγος που αφενός ο συνδικαλισμός στερήθηκε νοήματος και αφετέρου οι περισσότεροι από τους φερόμενους ως συνδικαλιστές στερήθηκαν της αξιοπιστίας τους ως τέτοιοι, αναδεικνυόμενοι παράλληλα ως μεσάζοντες ή διαχειριστές, πολλές φορές, σ’ αυτήν την πελατειακή λειτουργία. Και είναι απόλυτα συνεπής με αυτά, η απομάκρυνση της πλειοψηφίας των εργαζομένων από τις διαδικασίες των σωματείων τους.
Αντανάκλαση αυτής της κατάστασης αποτελεί και η ΟΛΜΕ με τις κυβερνητικές παρατάξεις που την ελέγχουν. Η ΠΑΣΚ, μέχρι το 2009 και επί κυβέρνησης ΝΔ, έβγαζε ανακοινώσεις και απεργούσε για αυξήσεις στους χαμηλόμισθους εκπαιδευτικούς. Από τότε που ήρθε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία έθεσε σε εφαρμογή ένα πρωτοφανές σε έκταση σχέδιο εργασιακής υποτίμησης, τραβήχτηκε στην άκρη και παρακολουθεί τα γεγονότα. Δεν μπήκε στον κόπο να εκδώσει έστω μία ανακοίνωση (για τους τύπους) για όσα συμβαίνουν στην εκπαίδευση. Ακόμα και για τις συγχωνεύσεις περιορίστηκε να δηλώσει πως “...αν έγιναν κάποια λάθη ... και αν υπάρχουν κάποιες υπερβολές ... καλό θα ήταν το υπουργείο να επανεξετάσει ...” και ...χαιρετίσματα! Αλλά και για το επερχόμενο νέο ενιαίο μισθολόγιο επιδιώκει τον κατευνασμό των αντιδράσεων μιλώντας για δίκαιο μισθολόγιο και καλλιεργώντας, ακόμα και τώρα, φρούδες ελπίδες για αύξηση των μισθών! Στην προσπάθεια της, μάλιστα, να στηρίξει την κυβέρνηση του κόμματός της, επιδίωξε να ακυρώσει την ΟΛΜΕ όπως και κάθε άλλο σωματείο μετατοπίζοντας την ευθύνη των αποφάσεων στην ΑΔΕΔΥ με το επιχείρημα ότι ο αγώνας πρέπει να είναι συνολικός, συνεπώς η ΑΔΕΔΥ είναι η καταλληλότερη να τον διαχειριστεί. Γνωρίζουν και οι πέτρες, βέβαια, ότι επέλεξε αυτό το δρόμο γιατί στην ΑΔΕΔΥ είναι η πλειοψηφούσα παράταξη και την ελέγχει ευκολότερα.
Η ΔΑΚΕ, απ’ την πλευρά της, μετά την εξαετή της αδράνεια επί των κυβερνήσεων καραμανλή, άρχισε σιγά σιγά να ζεσταίνεται από το 2009 και μετά. Στο προγραμματισμένο ραντεβού ήταν η σειρά της να αντιπολιτευτεί. Μύδροι κατά της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής και προτάσεις για απεργίες πιο προωθημένες και απ’ τις προτάσεις της αριστεράς. Έφτασε στο σημείο να συνυπογράφει στο δ.σ. της ΟΛΜΕ κείμενα περί παράνομου χρέους που δεν το αναγνωρίζει (!) και περί εξόδου της τρόικας από τη χώρα. Θα υπέγραφε ο,τιδήποτε αρκεί να φτιαχτεί το κλίμα ώστε να φύγει το ΠΑΣΟΚ από την εξουσία, να αναλάβει ξανά η ΝΔ και να της δοθεί, έτσι, η δυνατότητα να βυθιστεί ξανά στη σιωπή της. Το παιχνίδι των δύο κομμάτων το έχει πλέον καταλάβει καλά η κοινωνία και γι’αυτό, αργά αλλά σταθερά, αποκόβεται από ο,τιδήποτε ελέγχεται από τους κομματικούς μηχανισμούς. Και τα σωματεία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ας μην αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς για την απομαζικοποίηση του σωματείου και την αποστροφή προς το συνδικαλισμό.
Θα περίμενε κανείς ότι η αριστερά, ως ο κατεξοχήν πολιτικός χώρος που αξιακά λειτουργεί μέσω των σωματείων και ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη τους, θα ήταν ικανή να δώσει μια διέξοδο από αυτό το τέλμα. Δεν είναι όμως. Οι δομικές της αντιφάσεις είναι πολλές και εγκλωβιστικές. Η εργατική της απεύθυνση χάνεται στο όνομα ενός ακόμα μεγαλύτερου ακροατηρίου,αυτού που της προσφέρει η λαϊκή απεύθυνση. Στρέφει μονίμως τα πυρά της στο μακρινό μεγάλο κεφάλαιο (ούτε στη γερμανία να ζούσαμε!) και ανοίγει τις αγκάλες της στο πολυπληθές στρώμα των μικρών-μεσαίων “αφεντικών” που αποτελεί τον κορμό του ελληνικού καπιταλιστικού παραδείγματος. Αναρωτιόμαστε· έμποροι, βιοτέχνες, επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής; Δεν απομυζούν την υπεραξία των εργαζομένων τους; Μόνο το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο συνιστά εχθρό; Είπαμε, λαϊκή απεύθυνση. Όμως, δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη δεν χωράνε. Όσο πιο μαζική, λοιπόν, επιθυμεί να κάνει την απεύθυνση της, τόσο πιο αντιφατικός γίνεται ο λόγος της, μαξιμάροντας και κριτικάροντας εκ του ασφαλούς. Αποτέλεσμα είναι να εμφανίζεται αναξιόπιστη τη στιγμή που επιθυμεί να αποτελέσει την αξιόπιστη εναλλακτική του πολιτικού συστήματος.
Δεν είναι, βέβαια, αφελείς στην αριστερά, να μην αντιλαμβάνονται ότι με τέτοιους τρόπους χάνεται η αξιοπιστία τους. Όμως, είναι σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι στην παγίδα της διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση, ως πολιτική τοποθέτηση και συμπεριφορά, διατρέχει (και αποτελεί βάση σε) ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Στην περίπτωση της αριστεράς έγκειται στη διαμεσολάβηση της αντίδρασης του κόσμου. Θεωρούν ότι μπορούν να διαμεσολαβήσουν αυτή την αντίδραση, ότι μπορούν να γίνουν οι εκφραστές της και οι νόμιμοι αντιπρόσωποι της. Αυτός είναι ο κυρίαρχος στόχος που αποκρυσταλλώνεται κάθε φορά στις εκλογικές αναμετρήσεις: η αύξηση της εκλογικής απήχησης.
Δεν αποτελεί μόνο λανθασμένη στόχευση αλλά και, τελικά, επικίνδυνη. Αν και τάσσονται υπερ των κινηματικών διαδικασιών, υπέρ δηλαδή της άμεσα συμμετοχικής, συλλογικής και αγωνιστικής διεκδίκησης, με την πρακτική τους δημιουργούν και συντηρούν στο ακροατήριο τους εφησυχασμένες συνειδήσεις εκπροσωπούμενου ψηφοφόρου, που στο βαθμό που εξέφρασε εκλογικά την αντίδραση του, συνέδραμε, έστω μερικώς, στην ανατροπή της πολιτικής κατάστασης. Και όσο αυτή η ανατροπή δεν επιτυγχάνεται, τόσο πιο επιτακτική, λένε, γίνεται η ανάγκη για μεγαλύτερα, και ακόμα μεγαλύτερα, εκλογικά ποσοστά. Φαύλος κύκλος! Η εκλογική απήχηση, έτσι, μετατρέπεται σε αυτοσκοπό και οι εκλογικές σκοπιμότητες έρχονται ως μια απόλυτα φυσιολογική συνέχεια.
Ο μικρομεγαλισμός, οι κόντρες για την πολιτική ηγεμονία, η περιχαράκωση είναι φαινόμενα απορρέοντα από αυτήν ακριβώς τη νοσηρή κατάσταση. Δείχνουν ότι η αριστερά κατά κύριο λόγο ενδιαφέρεται για την πολιτική και εκλογική της επιβίωση παρά για ο,τιδήποτε άλλο και τη μετατρέπουν, τελικά, από ενδεχόμενη λύση στο πρόβλημα σε μέρος του προβλήματος. Γι’ αυτό καλείται, πλέον, να πληρώσει και εκείνη, στο βαθμό που της αναλογεί, το τίμημα της συνολικής απαξίωσης του πολιτικού κόσμου και κατ’ επέκταση του αριστερού συνδικαλισμού.
Παρόλα αυτά, στεκόμαστε ιδιαίτερα στην αριστερά γιατί εκεί βρίσκεται σημαντικό κομμάτι κόσμου με έντονες ανησυχίες, με πολιτικά αντανακλαστικά, με διάθεση να παλέψει και να συγκρουστεί. Και σε ό,τι αφορά την αριστερά στην εκπαίδευση, ως πολιτικοί σχηματισμοί μέσα στην ΟΛΜΕ, είναι οι μοναδικοί που προσπάθησαν, σε επίπεδο ανάλυσης αλλά και δράσης, να διαβλέψουν που πάει το πράγμα και να αφυπνίσουν συνειδήσεις. Πέρα από τις όποιες πολιτικές αδυναμίες αναφέραμε νωρίτερα, ο χώρος της αριστεράς αποτελείται από κόσμο που έχει περισσότερο ανοιχτά μάτια και αυτιά και στον οποίο πιστεύουμε πως μπορούμε να απευθυνθούμε. Και να πούμε τα εξής:
Οι εργαζόμενοι συνολικά, και οι καθηγητές ειδικότερα, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια εργασιακή υποτίμηση, πολυεπίπεδη, που θα εξελιχθεί σε βάθος χρόνου και θα είναι εντονότερη από ποτέ. Και αυτό το αναγνωρίζουν, πλέον, οι πάντες. Τα συνδικάτα είναι ο μοναδικός τρόπος που έχουν για να ανακόψουν αυτή την πορεία. Η ΟΛΜΕ και οι ΕΛΜΕ είναι ο μοναδικός τρόπος που έχουμε για να ανακόψουμε αυτή την πορεία. Όμως, αυτό δεν πρέπει να αποτελέσει άλλη μια κοινότοπη διαπίστωση. Ούτε άλλο ένα ευχολόγιο. Δεν υπάρχουν, πλέον, περιθώρια για τέτοια. Αν τα συνδικάτα, ιδίως του δημόσιου τομέα, πετύχαιναν μικρές η μεγαλύτερες νίκες στο παρελθόν, αυτό οφειλόταν σε κάποιο βαθμό και στην ανοχή και πολλές φορές επιλογή του κράτους. Αυτή όμως τελείωσε. Τα συνδικάτα θα πρέπει πλέον να στηριχθούν αποκλειστικά στη δική τους αποφασιστικότητα, στις δικές τους δυνάμεις. Συνεπώς, θα πρέπει να δούμε ποια είναι τα όρια, ποιες οι αδυναμίες, ποιοι οι στόχοι. Για την ΟΛΜΕ συνολικά και τις ΕΛΜΕ ειδικότερα. Και, πρωτίστως, θα πρέπει να εξηγήσουμε και να απαντήσουμε σοβαρά στο ολοένα και εντεινόμενο φαινόμενο της απομαζικοποίησης του σωματείου.
Και εδώ είναι ένα σημείο κλειδί. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι τα συνδικάτα θα εισπράξουν έντονα την αποστροφή του κόσμου προς το πολιτικό σύστημα. Δικαίως, σε ένα βαθμό, γιατί όσο διαμεσολαβητικό είναι το πολιτικό σύστημα άλλο τόσο είναι και τα συνδικάτα. Αυτός ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας οφείλουμε να προσπαθήσουμε να αλλάξει άμεσα. Οι καθηγητές θα επιστρέψουν στην ΟΛΜΕ μόνο όταν αντιληφθούν ότι μπορούν να αλληλεπιδράσουν πάνω της. Όταν δουν ότι υπάρχουν περιθώρια να ακουστούν. Όταν μπορούν οι εισηγήσεις της ΟΛΜΕ να φτιάχνονται και από τις γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ. Όταν νιώσουν δημιουργικό κομμάτι του σωματείου και όχι απλά μέλη και ψηφοφόροι.
Όσο η ΟΛΜΕ λειτουργεί σαν θεσμικό όργανο ξεκομμένο από τη βάση της, όσο διατηρεί το αποκλειστικό προνόμιο διαμόρφωσης εισηγήσεων που απλά επιδέχονται ένα “υπέρ” ή “κατά”, όσο περιορίζει τη δυνατότητα συνολικής απεύθυνσης των ΕΛΜΕ, όσο, τελικά, παραμένει θολό τίνος συμφέροντα εξυπηρετεί (κομμάτων ή εργαζομένων), τόσο πιο άμαζες θα γίνονται οι συνελεύσεις και τόσο πιο μεγάλες θα είναι οι ήττες που έρχονται.
Μιλάμε, προφανώς, για αλλαγή στη δομή της ΟΛΜΕ. Μιλάμε για σπάσιμο της πυραμιδωτής λειτουργίας που χαρακτηρίζει κάθε μορφή θεσμικού συνδικαλισμού. Μιλάμε για καταστατικές αλλαγές που θα δίνουν τη δυνατότητα σε έναν αριθμό γ.σ. ΕΛΜΕ να συνδιαμορφώσουν εισηγήσεις για κινητοποιήσεις και να τις προτείνουν προς το σύνολο του κλάδου. Μιλάμε για το ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού μοντέλου συνδικαλισμού, για απελευθερωτικές και χειραφετικές εργατικές πρακτικές.
Και γνωρίζουμε πως δεν είμαστε οι μόνοι. Συνολικά στην αριστερά υπήρχαν πάντα τέτοιου είδους ανησυχίες. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι δεν μιλάμε για απλά πράγματα. Αν τα σωματεία πέρναγαν πραγματικά στα χέρια των εργαζομένων, στο πολιτικό σύστημα θα είχε προστεθεί ένας επιπλέον παράγοντας αποσταθεροποίησης. Τα εξηγήσαμε νωρίτερα αυτά. Οι βασικοί εκφραστές, λοιπόν, αυτού του πολιτικού συστήματος στην ΟΛΜΕ, οι κατεξοχήν διαμεσολαβητές των εργαζομένων, η ΠΑΣΚ και η ΔΑΚΕ θα είναι οι πρώτες που θα αντισταθούν. Αναμενόμενο, δουλειά τους είναι! Δουλειά, όμως, δική μας είναι να το προσπαθήσουμε!
Είναι φανερό ότι δεν περιμένουμε κάτι τέτοιο να επιτευχθεί στο προσεχές συνέδριο της ΟΛΜΕ. Δεν είμαστε τόσο αφελείς. Για την ακρίβεια, ακόμα και αν υπήρχαν οι εκλογικοί συσχετισμοί, δεν θα το θέλαμε, γιατί θα αποτελούσε θεμελιώδη αντίφαση. Δεν είναι αποφάσεις αυτές που μπορεί να παίρνονται σε συνέδρια αν προηγουμένως δεν έχουν ζυμωθεί στις γενικές συνελεύσεις, αν δεν έχουν γίνει κτήμα του κλάδου.
Προσδοκούμε, όμως, να ανοίξει η κουβέντα. Να γίνει αντιληπτή η αναγκαιότητα μιας τέτοιας πρότασης. Να προωθηθεί στις γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ. Να γίνει απόφαση και αιχμή τους. Να είναι απόφαση και θέση σε κάθε απόφαση τους. Και τότε να μπορεί να απαιτηθεί και να διεκδικηθεί μαζικά και δυναμικά.
Όπως οφείλει να είναι κάθε εργατικός αγώνας.
Και μάλιστα τόσο βαθιά ανατρεπτικός όσο αυτός!
Ουτοπία; Ενδεχομένως! Ας είμαστε, τουλάχιστον, ουτοπιστές στη λειτουργία μας και όχι στα συνθήματα μας. Ίσως αποδειχθεί πιο ριζοσπαστικό...
ιούνιος 2011
ΟΜΑΔΑ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΘΗΡΑΣ
ΥΓ.1 Μ’ αυτό το πλαίσιο συμμετέχουμε στις εκλογές για το συνέδριο της ΟΛΜΕ. Ανεξάρτητα απ’ την εκλογή ή όχι αντιπροσώπου, μας ενδιαφέρει κυρίως να βρεθούν κι άλλοι να προωθήσουν την παραπάνω πρόταση.
ΥΓ.2 Είμαστε αυτόνομη συλλογικότητα και λειτουργούμε ανάλογα. Συνεπώς, μη μας σταυρώνετε, αρκεί ένα σκέτο ψηφοδέλτιο!